Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ее обра-зовиние

  • 1 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»